- μετεωρίζουσιν
- μετεωρίζωraise to a heightpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)μετεωρίζωraise to a heightpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχθάσθαι — ὀχθᾱσθαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῡ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. τού τ. σε ὀχθεῖσθαι] … Dictionary of Greek